- προσταταλγία
- η мед. боль в предстательной железе
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προσταταλγία — η, Ν ιατρ. άλγος τού προστάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. prostatalgie < προστάτης + αλγία (< αλγής < ἄλγος), πρβλ. νευρ αλγία) … Dictionary of Greek